περιδίνηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιδίνηση οι περιδινήσεις
      γενική της περιδίνησης* των περιδινήσεων
    αιτιατική την περιδίνηση τις περιδινήσεις
     κλητική περιδίνηση περιδινήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, περιδινήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιδίνηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περιδίνησις[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈði.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιδίνηση

Ουσιαστικό

περιδίνηση θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.