πισωγυρίζω
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /pi.so.ʝiˈɾi.zo/
Ρήμα
πισωγυρίζω, αόρ.: πισωγύρισα, χωρίς παθητικούς τύπους
- γυρίζω προς τα πίσω
- (μεταφορικά) (μεταβατικό) (αμετάβατο) εμποδίζομαι να προχωρήσω ή εμποδίζω την πρόοδο, την απρόσκοπτη εξέλιξη με καθυστερήσεις και επιστροφή στα παλιά
Συνώνυμα
Παράγωγα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | πισωγυρίζω | πισωγύριζα | θα πισωγυρίζω | να πισωγυρίζω | πισωγυρίζοντας | |
| β' ενικ. | πισωγυρίζεις | πισωγύριζες | θα πισωγυρίζεις | να πισωγυρίζεις | πισωγύριζε | |
| γ' ενικ. | πισωγυρίζει | πισωγύριζε | θα πισωγυρίζει | να πισωγυρίζει | ||
| α' πληθ. | πισωγυρίζουμε | πισωγυρίζαμε | θα πισωγυρίζουμε | να πισωγυρίζουμε | ||
| β' πληθ. | πισωγυρίζετε | πισωγυρίζατε | θα πισωγυρίζετε | να πισωγυρίζετε | πισωγυρίζετε | |
| γ' πληθ. | πισωγυρίζουν(ε) | πισωγύριζαν πισωγυρίζαν(ε) |
θα πισωγυρίζουν(ε) | να πισωγυρίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | πισωγύρισα | θα πισωγυρίσω | να πισωγυρίσω | πισωγυρίσει | ||
| β' ενικ. | πισωγύρισες | θα πισωγυρίσεις | να πισωγυρίσεις | πισωγύρισε | ||
| γ' ενικ. | πισωγύρισε | θα πισωγυρίσει | να πισωγυρίσει | |||
| α' πληθ. | πισωγυρίσαμε | θα πισωγυρίσουμε | να πισωγυρίσουμε | |||
| β' πληθ. | πισωγυρίσατε | θα πισωγυρίσετε | να πισωγυρίσετε | πισωγυρίστε | ||
| γ' πληθ. | πισωγύρισαν πισωγυρίσαν(ε) |
θα πισωγυρίσουν(ε) | να πισωγυρίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω πισωγυρίσει | είχα πισωγυρίσει | θα έχω πισωγυρίσει | να έχω πισωγυρίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις πισωγυρίσει | είχες πισωγυρίσει | θα έχεις πισωγυρίσει | να έχεις πισωγυρίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει πισωγυρίσει | είχε πισωγυρίσει | θα έχει πισωγυρίσει | να έχει πισωγυρίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε πισωγυρίσει | είχαμε πισωγυρίσει | θα έχουμε πισωγυρίσει | να έχουμε πισωγυρίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε πισωγυρίσει | είχατε πισωγυρίσει | θα έχετε πισωγυρίσει | να έχετε πισωγυρίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν πισωγυρίσει | είχαν πισωγυρίσει | θα έχουν πισωγυρίσει | να έχουν πισωγυρίσει |
| |
Μεταφράσεις
πισωγυρίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.