γρασίδι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γρασίδι τα γρασίδια
      γενική του γρασιδιού των γρασιδιών
    αιτιατική το γρασίδι τα γρασίδια
     κλητική γρασίδι γρασίδια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γρασίδι < μεσαιωνική ελληνική γρασίδι < *γρασίδιον, υποκοριστικό του γράσσις < αρχαία ελληνική γράστις < γράω

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣɾaˈsi.ði/

Ουσιαστικό

γρασίδι ουδέτερο

  1. χορτάρι (συνήθως κοντό και χλωρό)
  2. (αργκό) η ακατέργαστη ινδική κάνναβη
  3. (αργκό) το αξύριστο γυναικείο αιδοίο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.