γρασίδι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γρασίδι | τα | γρασίδια |
| γενική | του | γρασιδιού | των | γρασιδιών |
| αιτιατική | το | γρασίδι | τα | γρασίδια |
| κλητική | γρασίδι | γρασίδια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γρασίδι < μεσαιωνική ελληνική γρασίδι < *γρασίδιον, υποκοριστικό του γράσσις < αρχαία ελληνική γράστις < γράω
Προφορά
- ΔΦΑ : /ɣɾaˈsi.ði/
Ουσιαστικό
γρασίδι ουδέτερο
Συνώνυμα
- γκαζόν
- χλόη
- χλοοτάπητας
- χόρτο
- χλωροσιά
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.