turf
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| turf | turfs / turves |
Ουσιαστικό
turf (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο χλοοτάπητας, ο χορτοτάπητας
- ↪ the turf of the stadium’s playing field - ο χορτοτάπητας του αγωνιστικού χώρου του σταδίου
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η τύρφη
- (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) η περιοχή, το μέρος όπου ζει ή εργάζεται κάποιος, ειδικά όταν το θεωρεί δικό του
- ↪ the salesman’s turf - η περιοχή ενός πλασιέ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.