χλόη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χλόη | οι | χλόες |
| γενική | της | χλόης | των | χλοών |
| αιτιατική | τη | χλόη | τις | χλόες |
| κλητική | χλόη | χλόες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χλόη < αρχαία ελληνική χλόη
Ουσιαστικό
χλόη θηλυκό
- το κοντό πράσινο χορτάρι στο έδαφος
Συγγενικά
- Χλόες (τοπωνύμιο)
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
χλόη < θέμα χλ που ίσως παραπέμπει σε πρωτοελληνική ρίζα που σήμαινε το κιτρινοπράσινο χρώμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πράσινος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.