χλοοτάπητας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χλοοτάπητας | οι | χλοοτάπητες |
| γενική | του | χλοοτάπητα | των | χλοοταπήτων |
| αιτιατική | τον | χλοοτάπητα | τους | χλοοτάπητες |
| κλητική | χλοοτάπητα | χλοοτάπητες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
χλοοτάπητας αρσενικό
Συνώνυμα
Εκφράσεις
- έτοιμος χλοοτάπητας: χλοοτάπητας που πουλιέται σε κομμάτια, για τη γρήγορη κάλυψη μιας επιφάνειας ή για την επισκευή κατεστραμμένων τμημάτων ενός υπάρχοντος χλοοτάπητα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.