γρασιδότοπος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γρασιδότοπος | οι | γρασιδότοποι |
| γενική | του | γρασιδότοπου | των | γρασιδότοπων |
| αιτιατική | τον | γρασιδότοπο | τους | γρασιδότοπους |
| κλητική | γρασιδότοπε | γρασιδότοποι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.