μεταγενέστερη
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
μεταγενέστερη
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μεταγενέστερος
- (λεξικογραφία, φιλολογία) η ελληνιστική κοινή περίοδος της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Εννοείται το ουσιαστικό γλώσσα
- άλλη μορφή: μεταγενεστέρα (καθαρεύουσα)
- συντομογραφία: μτγν.
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.