γλαυκόχρους
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | γλαυκόχροος > γλαυκόχρους | τὸ | γλαυκόχροον > γλαυκόχρουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | γλαυκοχρόου > γλαυκόχρου | τοῦ | γλαυκοχρόου > γλαυκόχρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | γλαυκοχρόῳ > γλαυκόχρῳ | τῷ | γλαυκοχρόῳ > γλαυκόχρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | γλαυκόχροον > γλαυκόχρουν | τὸ | γλαυκόχροον > γλαυκόχρουν | ||
| κλητική ὦ! | γλαυκόχροε > γλαυκόχρους | γλαυκόχροον > γλαυκόχρουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | γλαυκόχροοι > γλαυκόχροι | τὰ | γλαυκόχροᾰ > γλαυκόχροᾰ | ||
| γενική | τῶν | γλαυκοχρόων > γλαυκόχρων | τῶν | γλαυκοχρόων > γλαυκόχρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | γλαυκοχρόοις > γλαυκόχροις | τοῖς | γλαυκοχρόοις > γλαυκόχροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | γλαυκοχρόους > γλαυκόχρους | τὰ | γλαυκόχροᾰ > γλαυκόχροᾰ | ||
| κλητική ὦ! | γλαυκόχροοι > γλαυκόχροι | γλαυκόχροᾰ > γλαυκόχροᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | γλαυκοχρόω > γλαυκόχρω | τὼ | γλαυκοχρόω > γλαυκόχρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | γλαυκοχρόοιν > γλαυκόχροιν | τοῖν | γλαυκοχρόοιν > γλαυκόχροιν | ||
| Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
| 2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||

Tα γλαυκόχροα φύλλα της ελιάς
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.