γλαῦξ

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

γλαῦξ < γλαυκός ή γλαύσσω

Ουσιαστικό

γλαῦξ θηλυκό και γλαύξ

  1. (πτηνό) η κουκουβάγια
  2. το νόμισμα των 4 ή και των 2 δραχμών
  3. ένα ποώδες φυτό

Εκφράσεις

  • γλαῦκα εἰς Ἀθήνας
  • γλαῦκ' Ἀθήναζε
  • γλαῦκες Λαυρειωτικαί
  • γλαῦξ ἐν πόλει
  • γλαὺξ ἵπταται: προμήνυμα ότι θα πάει κάτι καλά κάτι (το έλεγαν σαν σημάδι νίκης, επειδή είχε πετάξει κουκουβάγια πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας)
  • ἄλλο γλαύξ, ἄλλο κορώνη φθέγγεται: λέμε τα αντίθετα, άλλο λέω εγώ άλλα μου λες εσύ (επειδή το ένα πουλί τρώει τα αυγά του άλλου, το ένα τη μέρα και το άλλο τη νύχτα)
  • Ἅπερ τὴν γλαῦκα θηρᾶν: κουκουβάγιες θα κυνηγάμε τώρα; για ασήμαντες επιδιώξεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.