γλαῦξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Ουσιαστικό
γλαῦξ θηλυκό και γλαύξ
- (πτηνό) η κουκουβάγια
- το νόμισμα των 4 ή και των 2 δραχμών
- ένα ποώδες φυτό
Εκφράσεις
- γλαῦκα εἰς Ἀθήνας
- γλαῦκ' Ἀθήναζε
- γλαῦκες Λαυρειωτικαί
- γλαῦξ ἐν πόλει
- γλαὺξ ἵπταται: προμήνυμα ότι θα πάει κάτι καλά κάτι (το έλεγαν σαν σημάδι νίκης, επειδή είχε πετάξει κουκουβάγια πριν από τη ναυμαχία της Σαλαμίνας)
- ἄλλο γλαύξ, ἄλλο κορώνη φθέγγεται: λέμε τα αντίθετα, άλλο λέω εγώ άλλα μου λες εσύ (επειδή το ένα πουλί τρώει τα αυγά του άλλου, το ένα τη μέρα και το άλλο τη νύχτα)
- Ἅπερ τὴν γλαῦκα θηρᾶν: κουκουβάγιες θα κυνηγάμε τώρα; για ασήμαντες επιδιώξεις
Πηγές
- γλαῦξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γλαῦξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

