γλαύκα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλαύκα οι γλαύκες
      γενική της γλαύκας των γλαυκών
    αιτιατική τη γλαύκα τις γλαύκες
     κλητική γλαύκα γλαύκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλαύκα < αρχαία ελληνική γλαῦξ

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɣlaf.ka/

Ουσιαστικό

γλαύκα θηλυκό

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.