γλαυκότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γλαυκότητα | οι | γλαυκότητες |
| γενική | της | γλαυκότητας | των | γλαυκοτήτων |
| αιτιατική | τη | γλαυκότητα | τις | γλαυκότητες |
| κλητική | γλαυκότητα | γλαυκότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γλαυκότητα < αρχαία ελληνική γλαυκότης < γλαυκός
Ουσιαστικό
γλαυκότητα θηλυκό
- (λόγιο) η ιδιότητα του γλαυκού, το αστραφτερό γαλάζιο χρώμα
- ※ Η γαλήνια αύρα προσδίδει ζωντάνια στην γλαυκότητα του υπέρλαμπρου ουρανού.
Μεταφράσεις
γλαυκότητα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.