γλαυκότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλαυκότητα οι γλαυκότητες
      γενική της γλαυκότητας των γλαυκοτήτων
    αιτιατική τη γλαυκότητα τις γλαυκότητες
     κλητική γλαυκότητα γλαυκότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλαυκότητα < αρχαία ελληνική γλαυκότης < γλαυκός

Ουσιαστικό

γλαυκότητα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.