αστραφτερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστραφτερός η αστραφτερή το αστραφτερό
      γενική του αστραφτερού της αστραφτερής του αστραφτερού
    αιτιατική τον αστραφτερό την αστραφτερή το αστραφτερό
     κλητική αστραφτερέ αστραφτερή αστραφτερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστραφτεροί οι αστραφτερές τα αστραφτερά
      γενική των αστραφτερών των αστραφτερών των αστραφτερών
    αιτιατική τους αστραφτερούς τις αστραφτερές τα αστραφτερά
     κλητική αστραφτεροί αστραφτερές αστραφτερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αστραφτερός < αστράφτ(ω) + -ερός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.stɾa.fteˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αστραφτερός

Επίθετο

αστραφτερός

  • λαμπερός, που αστράφτει
    Το άγαλμα συντηρείται συχνά και το μάρμαρο παραμένει πάντοτε αστραφτερό.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.