ασήμι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ασήμι τα ασήμια
      γενική του ασημιού των ασημιών
    αιτιατική το ασήμι τα ασήμια
     κλητική ασήμι ασήμια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ασήμι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀσήμι < ελληνιστική κοινή ἀσήμιν/ἀσήμιον, υποκοριστικό του μετακλασικού ἄσημον, ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ἄσημος < αρχαία ελληνική ἄσημος < ἄ- + σῆμα[1][2]

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈsi.mi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ασήμι

Ουσιαστικό

ασήμι ουδέτερο

  1. (προφορικό)
    1. (κυριολεκτικά) πολύτιμο λευκόχρωμο μέταλλο, ευρέως χρησιμοποιημένο στην κοσμηματοποιία
      Συχνά φοράει κοσμήματα φτιαγμένα από ασήμι.
       συνώνυμα: άργυρος
    2. (μεταφορικά)
        Άγγελος Σικελιανός, Μήτηρ Θεού III (Σικελιανός)
      Τ’ άσωτου γύρα μου καημού κι αν αργοσβηέται η μνήμη,
      σαν η σελήνη που απ’ αυγής, αχνόθωρον ασήμι, [...]
  2. (λαϊκότροπο, λογοτεχνικό) (στον πληθυντικό)
    Ασήμια και χρυσάφια.

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

Αναφορές

  1. ασήμι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ασήμι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.