ταξινομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ταξινομία | οι | ταξινομίες |
| γενική | της | ταξινομίας | των | ταξινομιών |
| αιτιατική | την | ταξινομία | τις | ταξινομίες |
| κλητική | ταξινομία | ταξινομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταξινομία, ήδη το 1861[1] → δείτε τάξις, ταξι- & νόμος. Μορφολογικά αναλύεται σε ταξινομ(ώ) (από το 1873) + -ία, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική taxonomy[2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ta.ksi.noˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τα‐ξι‐νο‐μί‐α
Ουσιαστικό
ταξινομία θηλυκό
- ταξινόμηση
- (βιολογία, ταξινομία) η επιστήμη της ταξινόμησης των ειδών των οργανισμών
Συγγενικά
- αταξινόμητος
- ταξινομημένος
- ταξινόμηση
- ταξινομήσιμος
- ταξινομικά (επίρρημα)
- ταξινομικός
- ταξινομικώς (επίρρημα)
- ταξινόμος
- ταξινομώ, ταξινομούμαι
- Κατηγορία:Ταξινομία στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Ταξινομικοί όροι στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Ταξινομία (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
Αναφορές
- σελ. 979, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- s.v. «ταξινομώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.