γλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γλίτσα | οι | γλίτσες |
| γενική | της | γλίτσας | των | (γλιτσών) |
| αιτιατική | τη | γλίτσα | τις | γλίτσες |
| κλητική | γλίτσα | γλίτσες | ||
| Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γλίτσα < → λείπει η ετυμολογία (βλ. (ελληνιστική κοινή) γλία, γλιττόν, γλοιόν)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɣli.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλί‐τσα
- παρώνυμο: γκλίτσα
Ουσιαστικό
γλίτσα θηλυκό
- βρόμικη στρώση από λίπη ή άλλα υπολείμματα φαγητών, που κολλάει στα μαγειρικά σκεύη ή αλλού
- λεπτό και γλιστερό στρώμα λάσπη σε δρόμους
- (κατ’ επέκταση) βρομιά
- γλίσα (ιδιωματικό)
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.