γκλίτσα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γκλίτσα | οι | γκλίτσες |
| γενική | της | γκλίτσας | — | |
| αιτιατική | την | γκλίτσα | τις | γκλίτσες |
| κλητική | γκλίτσα | γκλίτσες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γκλίτσα < (άμεσο δάνειο) σλαβικής προέλευσης кључ / ključ[1] (kʎûːtʃ: κλειδί, γάντζος) < πρωτοσλαβική *ključь < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kleh₂us
- Υπάρχει και η άποψη: < αγκυλίτσα (αποβολή του αρχικού α) < αρχαία ελληνική ἀγκύλος [2][3]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈɡli.t͡sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γκλί‐τσα
- παρώνυμο: γλίτσα
Ουσιαστικό
γκλίτσα θηλυκό
Αναφορές
- Χαράλαμπος Χαρίσης, Μία νέα ετυμολογία της (αγ)κλίτσας, Ηπειρωτικό Ημερολόγιο 2018, 37
- γκλίτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.