γλιτσιασμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γλιτσιασμένος | η | γλιτσιασμένη | το | γλιτσιασμένο |
| γενική | του | γλιτσιασμένου | της | γλιτσιασμένης | του | γλιτσιασμένου |
| αιτιατική | τον | γλιτσιασμένο | τη | γλιτσιασμένη | το | γλιτσιασμένο |
| κλητική | γλιτσιασμένε | γλιτσιασμένη | γλιτσιασμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γλιτσιασμένοι | οι | γλιτσιασμένες | τα | γλιτσιασμένα |
| γενική | των | γλιτσιασμένων | των | γλιτσιασμένων | των | γλιτσιασμένων |
| αιτιατική | τους | γλιτσιασμένους | τις | γλιτσιασμένες | τα | γλιτσιασμένα |
| κλητική | γλιτσιασμένοι | γλιτσιασμένες | γλιτσιασμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γλιτσιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γλιτσιάζω
Μετοχή
γλιτσιασμένος, -η, -ο
- που έχει πιάσει γλίτσα
- ※ Μετά τα Τέμπη ο καιρός έγινε ξαφνικά μουντός, ο αέρας γλιτσιασμένος. (Δημοσθένης Κούρτοβικ (2008) Τι ζητούν οι βάρβαροι [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γλίτσα
Μεταφράσεις
γλιτσιασμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.