γλιτσιάρικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γλιτσιάρικος η γλιτσιάρικη το γλιτσιάρικο
      γενική του γλιτσιάρικου της γλιτσιάρικης του γλιτσιάρικου
    αιτιατική τον γλιτσιάρικο τη γλιτσιάρικη το γλιτσιάρικο
     κλητική γλιτσιάρικε γλιτσιάρικη γλιτσιάρικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γλιτσιάρικοι οι γλιτσιάρικες τα γλιτσιάρικα
      γενική των γλιτσιάρικων των γλιτσιάρικων των γλιτσιάρικων
    αιτιατική τους γλιτσιάρικους τις γλιτσιάρικες τα γλιτσιάρικα
     κλητική γλιτσιάρικοι γλιτσιάρικες γλιτσιάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

γλιτσιάρικος < γλιτσιάζω + -άρικος

Επίθετο

γλιτσιάρικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.