γλιτσιάζω
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη γλίτσα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | γλιτσιάζω | γλίτσιαζα | θα γλιτσιάζω | να γλιτσιάζω | γλιτσιάζοντας | |
| β' ενικ. | γλιτσιάζεις | γλίτσιαζες | θα γλιτσιάζεις | να γλιτσιάζεις | γλίτσιαζε | |
| γ' ενικ. | γλιτσιάζει | γλίτσιαζε | θα γλιτσιάζει | να γλιτσιάζει | ||
| α' πληθ. | γλιτσιάζουμε | γλιτσιάζαμε | θα γλιτσιάζουμε | να γλιτσιάζουμε | ||
| β' πληθ. | γλιτσιάζετε | γλιτσιάζατε | θα γλιτσιάζετε | να γλιτσιάζετε | γλιτσιάζετε | |
| γ' πληθ. | γλιτσιάζουν(ε) | γλίτσιαζαν γλιτσιάζαν(ε) |
θα γλιτσιάζουν(ε) | να γλιτσιάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | γλίτσιασα | θα γλιτσιάσω | να γλιτσιάσω | γλιτσιάσει | ||
| β' ενικ. | γλίτσιασες | θα γλιτσιάσεις | να γλιτσιάσεις | γλίτσιασε | ||
| γ' ενικ. | γλίτσιασε | θα γλιτσιάσει | να γλιτσιάσει | |||
| α' πληθ. | γλιτσιάσαμε | θα γλιτσιάσουμε | να γλιτσιάσουμε | |||
| β' πληθ. | γλιτσιάσατε | θα γλιτσιάσετε | να γλιτσιάσετε | γλιτσιάστε | ||
| γ' πληθ. | γλίτσιασαν γλιτσιάσαν(ε) |
θα γλιτσιάσουν(ε) | να γλιτσιάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω γλιτσιάσει | είχα γλιτσιάσει | θα έχω γλιτσιάσει | να έχω γλιτσιάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις γλιτσιάσει | είχες γλιτσιάσει | θα έχεις γλιτσιάσει | να έχεις γλιτσιάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει γλιτσιάσει | είχε γλιτσιάσει | θα έχει γλιτσιάσει | να έχει γλιτσιάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε γλιτσιάσει | είχαμε γλιτσιάσει | θα έχουμε γλιτσιάσει | να έχουμε γλιτσιάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε γλιτσιάσει | είχατε γλιτσιάσει | θα έχετε γλιτσιάσει | να έχετε γλιτσιάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν γλιτσιάσει | είχαν γλιτσιάσει | θα έχουν γλιτσιάσει | να έχουν γλιτσιάσει |
| |
Μεταφράσεις
γλιτσιάζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.