γλία
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
γλία
< συγγενές ίσως του
γλίχομαι
ή του
γλίσχρος
Ουσιαστικό
γλία
θηλυκό
κολλώδης
ουσία
γλοία
και
γλοιά
Συγγενικά
γλοιός
(
επίθετο
: ολισθηρός, πανούργος, άπιστος) και
γλοιός
(
ουσιαστικό
:
κόλλα
),
γλοιάς
γλοιώδης
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.