γλίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλίνα οι γλίνες
      γενική της γλίνας των γλινών
    αιτιατική τη γλίνα τις γλίνες
     κλητική γλίνα γλίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλίνα < (ελληνιστική κοινή) γλίνη

Ουσιαστικό

γλίνα θηλυκό

  1. το χοιρινό λίπος
  2. λίγδα
  3. αργιλώδης πηλός
  4. βρομιά, ακαθαρσία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.