βλ.
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvle.pe/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βλέ‐πε
Συντομομορφή
βλ. συντομογραφία
- (βιβλιογραφική παραπομπή) βλέπε (προστακτική του βλέπω). Συντομογραφία μέσα σε κείμενο ή σε λήμμα λεξικού που παραπέμπει στον όρο ή στον αριθμό σελίδας ή παραγράφου που ακολουθεί.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.