στρώση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στρώση | οι | στρώσεις |
| γενική | της | στρώσης* | των | στρώσεων |
| αιτιατική | τη | στρώση | τις | στρώσεις |
| κλητική | στρώση | στρώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, στρώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στρώση < ελληνιστική κοινή στρῶσις < αρχαία ελληνική στρώννυμι ((γεωλογία): σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική stratification)
Ουσιαστικό
στρώση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του στρώνω, η εφαρμογή ενός υλικού πάνω σε μια επιφάνεια
- (γεωλογία) η εμφάνιση στρωμάτων στη διάταξη ιζηματογενών πετρωμάτων
-
Stratum στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
γεωλογία
|
Πηγές
- στρώση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στρώση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- στρώση - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.