γερμανικό

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γερμανικό τα γερμανικά
      γενική του γερμανικού των γερμανικών
    αιτιατική το γερμανικό τα γερμανικά
     κλητική γερμανικό γερμανικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γερμανικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γερμανικός

Ουσιαστικό

γερμανικό ουδέτερο

  • (στρατιωτική αργκό) η σκοπιά 2:00 π.μ. - 4:00 π.μ. (δηλαδή μετά τα μεσάνυχτα και προ μεσημβρίας)
    Πάλι σε μένα το γερμανικό! Προχθές έκανα!

Κλιτικός τύπος επιθέτου

γερμανικό

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.