γερμανικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | γερμανικό | τα | γερμανικά |
| γενική | του | γερμανικού | των | γερμανικών |
| αιτιατική | το | γερμανικό | τα | γερμανικά |
| κλητική | γερμανικό | γερμανικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γερμανικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου γερμανικός
Ουσιαστικό
γερμανικό ουδέτερο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
γερμανικό
- (αρσενικό) αιτιατική ενικού του γερμανικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του γερμανικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.