γερμανοτσολιάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | γερμανοτσολιάς | οι | γερμανοτσολιάδες |
| γενική | του | γερμανοτσολιά | των | γερμανοτσολιάδων |
| αιτιατική | τον | γερμανοτσολιά | τους | γερμανοτσολιάδες |
| κλητική | γερμανοτσολιά | γερμανοτσολιάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ʝeɾ.ma.no.t͡soˈʎas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γερ‐μα‐νο‐τσο‐λιάς
Ουσιαστικό
γερμανοτσολιάς αρσενικό
- συνεργάτης (στην κακόσημη σημασία)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- γερμανοτσολιάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.