γερμανοτσολιάς

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γερμανοτσολιάς οι γερμανοτσολιάδες
      γενική του γερμανοτσολιά των γερμανοτσολιάδων
    αιτιατική τον γερμανοτσολιά τους γερμανοτσολιάδες
     κλητική γερμανοτσολιά γερμανοτσολιάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γερμανοτσολιάς < γερμανο- (< Γερμανός) + τσολιάς [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ʝeɾ.ma.no.t͡soˈʎas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γερμανοτσολιάς

Ουσιαστικό

γερμανοτσολιάς αρσενικό

  1. (ιστορία, μειωτικό) μέλος στα τάγματα ασφαλείας που συνεργάστηκαν με τους γερμανούς ναζί στην περίδο της Κατοχής στην Ελλάδα
     συνώνυμα: ταγματασφαλίτης
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) χαρακτηρισμός για συνεργάτη των Γερμανών ή ξένου κατακτητή με δράση προδοτική ή βλαπτική για την Ελλάδα
    χρειάζεται παράθεμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.