γερμανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γερμανισμός οι γερμανισμοί
      γενική του γερμανισμού των γερμανισμών
    αιτιατική τον γερμανισμό τους γερμανισμούς
     κλητική γερμανισμέ γερμανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

γερμανισμός < Γερμαν(ός) + -ισμός

Ουσιαστικό

γερμανισμός αρσενικό

  1. το σύνολο των Γερμανών, κυρίως ως προς τα κοινά τους πολιτισμικά και άλλα στοιχεία και χαρακτηριστικά
  2. ένταξη στη γερμανική σκέψη
      Τον όρο «γερμανισμός» εισήγαγε στο φιλολογικό μας λεξιλόγιο ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, στα 1859, περιγράφοντας έτσι ό,τι θεώρησε αυτομόληση του Σολωμού στη γερμανική μετακαντιανή σκέψη (Αγγέλα Γιώτη, Λογοτεχνική κριτική στον ιόνιο χώρο: ερωτήματα, βεβαιότητες και υποθέσεις εργασίας στη βάση του «γερμανισμού», Νέα Εστία τχ. 1888, Σεπτ. 2021, σελ. 749)

Ετυμολογία 2

γερμανισμός < γαλλική germanisme

Ουσιαστικό

γερμανισμός αρσενικό

  • (γλωσσολογία) ιδιωματισμός της γερμανικής (στο λεξιλόγιο, τη σύνταξη κ.λπ.)
      Προφανώς ξενισμός (γερμανισμός) είναι το ενιαχού αναγινωσκόμενον «λαμβάνει τις (τοιαύτην ή τοιαύτην) θέσιν έναντι του ζητήματος» (κατά το stellen sich zu ... ) αντί του « έχει ... γνώμην ή φρονεί περί του . (Πλάτων, τόμοι 23-26, Βιβλιοπωλείον Ι. Σιδέρη, 1960, σελ. 3)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.