γενναιοδωρία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | γενναιοδωρία | οι | γενναιοδωρίες |
| γενική | της | γενναιοδωρίας | — | |
| αιτιατική | τη | γενναιοδωρία | τις | γενναιοδωρίες |
| κλητική | γενναιοδωρία | γενναιοδωρίες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- γενναιοδωρία < γενναιόδωρος + -ία
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.