generous
Αγγλικά (en)
| παραθετικά | |
| θετικός | generous |
| συγκριτικός | more generous |
| υπερθετικός | most generous |
Επίθετο
generous (en)
- γενναιόδωρος, γαλαντόμος, που δίνει ή θέλει να δώσει ελεύθερα
- γενναίος, μεγάλος
- ↪ a generous portion - γενναία μερίδα
- ↪ The financial needs of this municipality can’t be cured without a generous subsidy.
- Οι οικονομικές ανάγκες του δήμου δε θεραπεύονται χωρίς γενναία επιχορήγηση.
- γενναιόδωρος, που είναι ευγενικό στον τρόπο που φέρεται στους ανθρώπους· που είναι πρόθυμος να δει τι είναι καλό σε κάποιον ή κάτι
- ↪ He is generous in his praise.
- Είναι γενναιόδωρος σε επαίνους.
- ↪ He is generous in his praise.
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.