γενναιόψυχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | γενναιόψυχος | η | γενναιόψυχη | το | γενναιόψυχο |
| γενική | του | γενναιόψυχου | της | γενναιόψυχης | του | γενναιόψυχου |
| αιτιατική | τον | γενναιόψυχο | τη | γενναιόψυχη | το | γενναιόψυχο |
| κλητική | γενναιόψυχε | γενναιόψυχη | γενναιόψυχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | γενναιόψυχοι | οι | γενναιόψυχες | τα | γενναιόψυχα |
| γενική | των | γενναιόψυχων | των | γενναιόψυχων | των | γενναιόψυχων |
| αιτιατική | τους | γενναιόψυχους | τις | γενναιόψυχες | τα | γενναιόψυχα |
| κλητική | γενναιόψυχοι | γενναιόψυχες | γενναιόψυχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- γενναιόψυχος < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική γενναιόψυχος[1] < γενναί(ος) + -ό- + -ψυχος
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
Μεταφράσεις
γενναιόψυχος
|
|
Αναφορές
- γενναιόψυχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- γενναιόψυχος < (γενναῖ(ος) + -ό- + -ψυχος
Επίθετο
γενναιόψυχος
- που έχει ευγενική ψυχή
- → χρειάζεται παράθεμα 12ος αιώνας ⌘ Ευστάθιος θεσσαλονίκης, Πονημάτιον|78.72
- γενναίος, που διακρίνεται για τη γενναιότητά του
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.