χουβαρντάς
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χουβαρντάς | οι | χουβαρντάδες |
| γενική | του | χουβαρντά | των | χουβαρντάδων |
| αιτιατική | τον | χουβαρντά | τους | χουβαρντάδες |
| κλητική | χουβαρντά | χουβαρντάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
χουβαρντάς αρσενικό
- που δεν τσιγκουνεύεται, όταν πρόκειται να κάνει δώρα, να κεράσει κ.λπ.
- κουβαρντάς
- χουβαρδάς
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.