μίζερος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μίζερος η μίζερη το μίζερο
      γενική του μίζερου της μίζερης του μίζερου
    αιτιατική τον μίζερο τη μίζερη το μίζερο
     κλητική μίζερε μίζερη μίζερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μίζεροι οι μίζερες τα μίζερα
      γενική των μίζερων των μίζερων των μίζερων
    αιτιατική τους μίζερους τις μίζερες τα μίζερα
     κλητική μίζεροι μίζερες μίζερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μίζερος < (άμεσο δάνειο) ιταλική misero + -ος < λατινική miser

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈmi.ze.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μίζερος

Επίθετο

μίζερος, -η, -ο

  1. που χαρακτηρίζεται από μιζέρια, από κακομοιριά
  2. που δεν του αρέσει τίποτα, που δεν ευχαριστιέται με τίποτα
  3. (σπάνιο) που είναι ανεπαρκής ποιοτικά ή ελλιπής (όχι για πρόσωπα)

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.