αδιάβατος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αδιάβατος | η | αδιάβατη | το | αδιάβατο |
| γενική | του | αδιάβατου | της | αδιάβατης | του | αδιάβατου |
| αιτιατική | τον | αδιάβατο | την | αδιάβατη | το | αδιάβατο |
| κλητική | αδιάβατε | αδιάβατη | αδιάβατο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αδιάβατοι | οι | αδιάβατες | τα | αδιάβατα |
| γενική | των | αδιάβατων | των | αδιάβατων | των | αδιάβατων |
| αιτιατική | τους | αδιάβατους | τις | αδιάβατες | τα | αδιάβατα |
| κλητική | αδιάβατοι | αδιάβατες | αδιάβατα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αδιάβατος, -η, -ο
- που είναι αδύνατον να τον διαβεί κανείς
- ↪ με τις βροχές το μονοπάτι είχε γεμίσει λάσπες και ήταν πια αδιάβατο
Μεταφράσεις
αδιάβατος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.