praticable

Γαλλικά (fr)

Επίθετο

      ενικός         πληθυντικός  
praticable praticables

praticable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. χρησιμοποιήσιμος
  2. (για δρόμο) βατός
  3. (στη σκηνοθεσία, για πόρτα ή παράθυρο) που μπορεί να ανοιχτεί

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
praticable praticables

praticable (fr) αρσενικό

  1. (στη σκηνοθεσία) λέγεται για πραγματικά ντεκόρ, δηλαδή που δεν είναι μόνο ζωγραφισμένα
  2. (στη γυμναστική) ειδικός χώρος όπου εκτελούνται διάφορες ασκήσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.