στοά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | στοά | οι | στοές |
| γενική | της | στοάς | των | στοών |
| αιτιατική | τη | στοά | τις | στοές |
| κλητική | στοά | στοές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- στοά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στοά
- για τη σήραγγα, γαλαρία < σημασιολογικό δάνειο από την ιταλική galleria [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /stoˈa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στο‐ά
Ουσιαστικό
στοά θηλυκό
Μεταφράσεις
Αναφορές
- {Π:ΛΚΝ}}
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | στοᾱ́ | αἱ | στοαί |
| γενική | τῆς | στοᾶς | τῶν | στοῶν |
| δοτική | τῇ | στοᾷ | ταῖς | στοαῖς |
| αιτιατική | τὴν | στοᾱ́ν | τὰς | στοᾱ́ς |
| κλητική ὦ! | στοᾱ́ | στοαί | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στοᾱ́ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | στοαῖν | ||
| 1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
→ ζητούμενο λήμμα
Πηγές
- στοά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στοά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.