στοά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοά οι στοές
      γενική της στοάς των στοών
    αιτιατική τη στοά τις στοές
     κλητική στοά στοές
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στοά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στοά

Προφορά

ΔΦΑ : /stoˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στοά

Ουσιαστικό

στοά θηλυκό

  1. ημιυπαίθριος στεγασμένος χώρος με κίονες (βλέπε και προστώο)
  2. επίμηκες κτήριο, του οποίου η μία μακρά πλευρά διατρέχεται εξωτερικά από κίονες διαμορφώνοντας έναν επιμήκη ανοιχτό στεγασμένο χώρο
  3. ευρύς διάδρομος στο ισόγειο κτηρίου με καταστήματα στις δύο πλευρές του
  4. σήραγγα (π.χ. σε ορυχείο)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. {Π:ΛΚΝ}}



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στοᾱ́ αἱ στοαί
      γενική τῆς στοᾶς τῶν στοῶν
      δοτική τῇ στο ταῖς στοαῖς
    αιτιατική τὴν στοᾱ́ν τὰς στοᾱ́ς
     κλητική ! στοᾱ́ στοαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στοᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  στοαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'στρατιά' όπως «στρατιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.