basilica

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

basilica < λατινική basilica < αρχαία ελληνική βασιλική

Προφορά

ΔΦΑ : /bəˈsɪlɪkə/
 

Ουσιαστικό

basilica (en)



Ιταλικά (it)

Ετυμολογία

basilica < λατινική basilica < αρχαία ελληνική βασιλική

Προφορά

ΔΦΑ : /baˈzi.li.ka/

Ουσιαστικό

basilica (it)

  1. (αρχιτεκτονική) βασιλική (ναός)
  2. η εκκλησία



Λατινικά (la)

Ετυμολογία

basilica < αρχαία ελληνική βασιλική

Ουσιαστικό

basilica (la) θηλυκό

  1. (αρχιτεκτονική) βασιλική (ναός)
  2. εκκλησία
  3. στενόμακρη αίθουσα με κιονοστοιχία η οποία λειτουργούσε ως δικαστήριο



Ολλανδικά (nl)

Ετυμολογία

basilica < λατινική basilica < αρχαία ελληνική βασιλική

Προφορά

ΔΦΑ : /ˌbaːˈzi.li.kaː/
 

Ουσιαστικό

basilica (nl)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.