νάρθηκας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νάρθηκας | οι | νάρθηκες |
| γενική | του | νάρθηκα | των | ναρθήκων |
| αιτιατική | τον | νάρθηκα | τους | νάρθηκες |
| κλητική | νάρθηκα | νάρθηκες | ||
| Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νάρθηκας < αρχαία ελληνική νάρθηξ
Ουσιαστικό
νάρθηκας αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) χώρος στην είσοδο των χριστιανικών ναών, ο οποίος στους πρωτοχριστιανικούς αιώνες προοριζόταν για τους κατηχούμενους
- (ιατρική) μέσο για την ακινητοποίηση ενός άκρου που έχει υποστεί ελαφρό κάταγμα· συνήθως αποτελείται από γύψο που αγκαλιάζει τη μισή περίμετρο του σκέλους και δένεται με επίδεσμο
Συγγενικά
- εξωνάρθηκας (αρχιτεκτονική)
- γυψονάρθηκας (ιατρική)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.

