τρούλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τρούλος οι τρούλοι
      γενική του τρούλου των τρούλων
    αιτιατική τον τρούλο τους τρούλους
     κλητική τρούλε τρούλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
το εσωτερικό της Αγ. Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη με το μεγάλο τρούλο στην κορυφή

Ετυμολογία

τρούλος < μεσαιωνική ελληνική τροῦλος / τροῦλλος < λατινική trulla < trua < trabs < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tr-b

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈtɾu.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρούλος

Ουσιαστικό

τρούλος αρσενικό

  • (αρχιτεκτονική) ημισφαιρικός θόλος που καλύπτει το κεντρικό τμήμα ναού
    η Αγία Σοφία της Κωνσταντινούπολης είναι βασιλική με τρούλο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.