φλουρί

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φλουρί τα φλουριά
      γενική του φλουριού των φλουριών
    αιτιατική το φλουρί τα φλουριά
     κλητική φλουρί φλουριά
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φλουρί < μεσαιωνική ελληνική φλουρίον[1] / φλωρίον < μεσαιωνική λατινική florenus[1] < λατινική Florentia < florens < floreo < flos (λουλούδι) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰleh₃-s< *bʰleh₃- (ανθίζω)

Ουσιαστικό

φλουρί ουδέτερο

  1. χρυσό νόμισμα
    φλουρί κωνσταντινάτο
  2. (κατ’ επέκταση) το νόμισμα ή απομίμηση νομίσματος που βάζουμε στη βασιλόπιτα
  3. (κατ’ επέκταση) μεταλλικό κόσμημα που μοιάζει με νόμισμα

Συγγενικά

  • φλωρίνι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.