βασιλόπιτα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | βασιλόπιτα | οι | βασιλόπιτες |
| γενική | της | βασιλόπιτας | των | (βασιλοπιτών) |
| αιτιατική | τη | βασιλόπιτα | τις | βασιλόπιτες |
| κλητική | βασιλόπιτα | βασιλόπιτες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /va.siˈlo.pi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐σι‐λό‐πι‐τα
Ουσιαστικό
βασιλόπιτα θηλυκό
- (λαογραφία, γαστρονομία) η πίτα που κόβεται την Πρωτοχρονιά, εορτή του Αγίου Βασιλείου, και έχει κρυμμένο μέσα της ένα φλουρί· αυτός που θα βρει το φλουρί στο κομμάτι του θεωρείται ότι θα έχει την εύνοια της τύχης κατά τη νέα χρονιά
- βασιλόπιττα
Μεταφράσεις
βασιλόπιτα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.