μεσουρανώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- μεσουρανώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μεσουρανέω / μεσουρανῶ[1] < μέσος, μέσον + οὐρανός
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.su.ɾaˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐σου‐ρα‐νώ
Ρήμα
μεσουρανώ, πρτ.: μεσουρανούσα, αόρ.: μεσουράνησα (χωρίς παθητική φωνή)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | μεσουρανώ | μεσουρανούσα | θα μεσουρανώ | να μεσουρανώ | μεσουρανώντας | |
| β' ενικ. | μεσουρανείς | μεσουρανούσες | θα μεσουρανείς | να μεσουρανείς | (μεσουράνει) | |
| γ' ενικ. | μεσουρανεί | μεσουρανούσε | θα μεσουρανεί | να μεσουρανεί | ||
| α' πληθ. | μεσουρανούμε | μεσουρανούσαμε | θα μεσουρανούμε | να μεσουρανούμε | ||
| β' πληθ. | μεσουρανείτε | μεσουρανούσατε | θα μεσουρανείτε | να μεσουρανείτε | μεσουρανείτε | |
| γ' πληθ. | μεσουρανούν(ε) | μεσουρανούσαν(ε) | θα μεσουρανούν(ε) | να μεσουρανούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | μεσουράνησα | θα μεσουρανήσω | να μεσουρανήσω | μεσουρανήσει | ||
| β' ενικ. | μεσουράνησες | θα μεσουρανήσεις | να μεσουρανήσεις | μεσουράνησε | ||
| γ' ενικ. | μεσουράνησε | θα μεσουρανήσει | να μεσουρανήσει | |||
| α' πληθ. | μεσουρανήσαμε | θα μεσουρανήσουμε | να μεσουρανήσουμε | |||
| β' πληθ. | μεσουρανήσατε | θα μεσουρανήσετε | να μεσουρανήσετε | μεσουρανήστε | ||
| γ' πληθ. | μεσουράνησαν μεσουρανήσαν(ε) |
θα μεσουρανήσουν(ε) | να μεσουρανήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω μεσουρανήσει | είχα μεσουρανήσει | θα έχω μεσουρανήσει | να έχω μεσουρανήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις μεσουρανήσει | είχες μεσουρανήσει | θα έχεις μεσουρανήσει | να έχεις μεσουρανήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει μεσουρανήσει | είχε μεσουρανήσει | θα έχει μεσουρανήσει | να έχει μεσουρανήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε μεσουρανήσει | είχαμε μεσουρανήσει | θα έχουμε μεσουρανήσει | να έχουμε μεσουρανήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε μεσουρανήσει | είχατε μεσουρανήσει | θα έχετε μεσουρανήσει | να έχετε μεσουρανήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν μεσουρανήσει | είχαν μεσουρανήσει | θα έχουν μεσουρανήσει | να έχουν μεσουρανήσει |
| |
Μεταφράσεις
Αναφορές
- μεσουρανώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.