βέλτιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | βέλτιστος | η | βέλτιστη | το | βέλτιστο |
| γενική | του | βέλτιστου | της | βέλτιστης | του | βέλτιστου |
| αιτιατική | τον | βέλτιστο | τη | βέλτιστη | το | βέλτιστο |
| κλητική | βέλτιστε | βέλτιστη | βέλτιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | βέλτιστοι | οι | βέλτιστες | τα | βέλτιστα |
| γενική | των | βέλτιστων | των | βέλτιστων | των | βέλτιστων |
| αιτιατική | τους | βέλτιστους | τις | βέλτιστες | τα | βέλτιστα |
| κλητική | βέλτιστοι | βέλτιστες | βέλτιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- βέλτιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βέλτιστος
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈvel.ti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βέλ‐τι‐στος
Εκφράσεις
Παροιμίες
- το μη χείρον βέλτιστον
Συγγενικά
με βελτιω-
- → δείτε βελτιώνω, βελτιώνομαι όπως αβελτίωτος, βελτίωση
με βελτι-, βελτιστο-
- αβελτηρία & συγγενικά
- βελτιοδοξία
- βέλτιστα (επίρρημα)
- βελτιστοποίηση
- βελτιστοποιώ, βελτιστοποιούμαι
Μεταφράσεις
Πηγές
- βέλτιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βέλτιστος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | βέλτιστος | ἡ | βελτίστη | τὸ | βέλτιστον |
| γενική | τοῦ | βελτίστου | τῆς | βελτίστης | τοῦ | βελτίστου |
| δοτική | τῷ | βελτίστῳ | τῇ | βελτίστῃ | τῷ | βελτίστῳ |
| αιτιατική | τὸν | βέλτιστον | τὴν | βελτίστην | τὸ | βέλτιστον |
| κλητική ὦ! | βέλτιστε | βελτίστη | βέλτιστον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | βέλτιστοι | αἱ | βέλτισται | τὰ | βέλτιστᾰ |
| γενική | τῶν | βελτίστων | τῶν | βελτίστων | τῶν | βελτίστων |
| δοτική | τοῖς | βελτίστοις | ταῖς | βελτίσταις | τοῖς | βελτίστοις |
| αιτιατική | τοὺς | βελτίστους | τὰς | βελτίστᾱς | τὰ | βέλτιστᾰ |
| κλητική ὦ! | βέλτιστοι | βέλτισται | βέλτιστᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | βελτίστω | τὼ | βελτίστᾱ | τὼ | βελτίστω |
| γεν-δοτ | τοῖν | βελτίστοιν | τοῖν | βελτίσταιν | τοῖν | βελτίστοιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «μέγιστος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
βέλτιστος < → λείπει η ετυμολογία -ιστος
- δωρικός τύπος : βέντιστος
Παράγωγα
- βέλτιστα (& επίρρημα)
- βελτιῶ (-όω) & παράγωγα με βελτιω-
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις βελτίων και βέλτερος
Πηγές
- βέλτιστος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βέλτιστος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.