βελτιστοποίηση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βελτιστοποίηση οι βελτιστοποιήσεις
      γενική της βελτιστοποίησης* των βελτιστοποιήσεων
    αιτιατική τη βελτιστοποίηση τις βελτιστοποιήσεις
     κλητική βελτιστοποίηση βελτιστοποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, βελτιστοποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

βελτιστοποίηση < βελτιστοποιώ + -ση

Ουσιαστικό

βελτιστοποίηση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.