βελτιστοποιώ
Νέα ελληνικά (el)
Συγγενικά
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | βελτιστοποιώ | βελτιστοποιούσα | θα βελτιστοποιώ | να βελτιστοποιώ | βελτιστοποιώντας | |
| β' ενικ. | βελτιστοποιείς | βελτιστοποιούσες | θα βελτιστοποιείς | να βελτιστοποιείς | (βελτιστοποίει) | |
| γ' ενικ. | βελτιστοποιεί | βελτιστοποιούσε | θα βελτιστοποιεί | να βελτιστοποιεί | ||
| α' πληθ. | βελτιστοποιούμε | βελτιστοποιούσαμε | θα βελτιστοποιούμε | να βελτιστοποιούμε | ||
| β' πληθ. | βελτιστοποιείτε | βελτιστοποιούσατε | θα βελτιστοποιείτε | να βελτιστοποιείτε | βελτιστοποιείτε | |
| γ' πληθ. | βελτιστοποιούν(ε) | βελτιστοποιούσαν(ε) | θα βελτιστοποιούν(ε) | να βελτιστοποιούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | βελτιστοποίησα | θα βελτιστοποιήσω | να βελτιστοποιήσω | βελτιστοποιήσει | ||
| β' ενικ. | βελτιστοποίησες | θα βελτιστοποιήσεις | να βελτιστοποιήσεις | βελτιστοποίησε | ||
| γ' ενικ. | βελτιστοποίησε | θα βελτιστοποιήσει | να βελτιστοποιήσει | |||
| α' πληθ. | βελτιστοποιήσαμε | θα βελτιστοποιήσουμε | να βελτιστοποιήσουμε | |||
| β' πληθ. | βελτιστοποιήσατε | θα βελτιστοποιήσετε | να βελτιστοποιήσετε | βελτιστοποιήστε | ||
| γ' πληθ. | βελτιστοποίησαν βελτιστοποιήσαν(ε) |
θα βελτιστοποιήσουν(ε) | να βελτιστοποιήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω βελτιστοποιήσει | είχα βελτιστοποιήσει | θα έχω βελτιστοποιήσει | να έχω βελτιστοποιήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις βελτιστοποιήσει | είχες βελτιστοποιήσει | θα έχεις βελτιστοποιήσει | να έχεις βελτιστοποιήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει βελτιστοποιήσει | είχε βελτιστοποιήσει | θα έχει βελτιστοποιήσει | να έχει βελτιστοποιήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε βελτιστοποιήσει | είχαμε βελτιστοποιήσει | θα έχουμε βελτιστοποιήσει | να έχουμε βελτιστοποιήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε βελτιστοποιήσει | είχατε βελτιστοποιήσει | θα έχετε βελτιστοποιήσει | να έχετε βελτιστοποιήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν βελτιστοποιήσει | είχαν βελτιστοποιήσει | θα έχουν βελτιστοποιήσει | να έχουν βελτιστοποιήσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.