αβελτίωτος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβελτίωτος η αβελτίωτη το αβελτίωτο
      γενική του αβελτίωτου της αβελτίωτης του αβελτίωτου
    αιτιατική τον αβελτίωτο την αβελτίωτη το αβελτίωτο
     κλητική αβελτίωτε αβελτίωτη αβελτίωτο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβελτίωτοι οι αβελτίωτες τα αβελτίωτα
      γενική των αβελτίωτων των αβελτίωτων των αβελτίωτων
    αιτιατική τους αβελτίωτους τις αβελτίωτες τα αβελτίωτα
     κλητική αβελτίωτοι αβελτίωτες αβελτίωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβελτίωτος < μεσαιωνική ελληνική ἀβελτίωτος[1] < αρχαία ελληνική βελτιόω / βελτιῶ

Επίθετο

αβελτίωτος

Αντώνυμα

Πηγές

Μεταφράσεις

  1. αβελτίωτος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.