αφώτιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αφώτιστος η αφώτιστη το αφώτιστο
      γενική του αφώτιστου της αφώτιστης του αφώτιστου
    αιτιατική τον αφώτιστο την αφώτιστη το αφώτιστο
     κλητική αφώτιστε αφώτιστη αφώτιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αφώτιστοι οι αφώτιστες τα αφώτιστα
      γενική των αφώτιστων των αφώτιστων των αφώτιστων
    αιτιατική τους αφώτιστους τις αφώτιστες τα αφώτιστα
     κλητική αφώτιστοι αφώτιστες αφώτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αφώτιστος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀφώτιστος < ἀ- στερητικό + φωτίζω, φωτισ- + -τος < αρχαία ελληνική φάος / φῶς

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈfo.ti.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αφώτιστος

Επίθετο

αφώτιστος, -η, -ο

  1. που δεν έχει φωτιστεί
     συνώνυμα: σκοτεινός
     αντώνυμα: φωτισμένος
  2. (μεταφορικά) που δεν τον έχουν διαφωτίσει ή ενημερώσει για κάτι
     συνώνυμα: αδιαφώτιστος, ανενημέρωτος
     αντώνυμα: διαφωτισμένος, ενημερωμένος
  3. (μεταφορικά) ανερμήνευτος, αινιγματικός
  4. (παρωχημένο) αβάπτιστος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.