αφώτιστος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφώτιστος | η | αφώτιστη | το | αφώτιστο |
| γενική | του | αφώτιστου | της | αφώτιστης | του | αφώτιστου |
| αιτιατική | τον | αφώτιστο | την | αφώτιστη | το | αφώτιστο |
| κλητική | αφώτιστε | αφώτιστη | αφώτιστο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφώτιστοι | οι | αφώτιστες | τα | αφώτιστα |
| γενική | των | αφώτιστων | των | αφώτιστων | των | αφώτιστων |
| αιτιατική | τους | αφώτιστους | τις | αφώτιστες | τα | αφώτιστα |
| κλητική | αφώτιστοι | αφώτιστες | αφώτιστα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αφώτιστος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀφώτιστος < ἀ- στερητικό + φωτίζω, φωτισ- + -τος < αρχαία ελληνική φάος / φῶς
Προφορά
- ΔΦΑ : /aˈfo.ti.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φώ‐τι‐στος
Επίθετο
αφώτιστος, -η, -ο
- που δεν έχει φωτιστεί
- ≈ συνώνυμα: σκοτεινός
- ≠ αντώνυμα: φωτισμένος
- (μεταφορικά) που δεν τον έχουν διαφωτίσει ή ενημερώσει για κάτι
- (μεταφορικά) ανερμήνευτος, αινιγματικός
- (παρωχημένο) αβάπτιστος
Μεταφράσεις
(μεταφορική σημασία)
|
Πηγές
- αφώτιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- αφώτιστος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.