διαφωτισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | διαφωτισμένος | η | διαφωτισμένη | το | διαφωτισμένο |
| γενική | του | διαφωτισμένου | της | διαφωτισμένης | του | διαφωτισμένου |
| αιτιατική | τον | διαφωτισμένο | τη | διαφωτισμένη | το | διαφωτισμένο |
| κλητική | διαφωτισμένε | διαφωτισμένη | διαφωτισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | διαφωτισμένοι | οι | διαφωτισμένες | τα | διαφωτισμένα |
| γενική | των | διαφωτισμένων | των | διαφωτισμένων | των | διαφωτισμένων |
| αιτιατική | τους | διαφωτισμένους | τις | διαφωτισμένες | τα | διαφωτισμένα |
| κλητική | διαφωτισμένοι | διαφωτισμένες | διαφωτισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.