αβάπτιστος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αβάπτιστος η αβάπτιστη το αβάπτιστο
      γενική του αβάπτιστου της αβάπτιστης του αβάπτιστου
    αιτιατική τον αβάπτιστο την αβάπτιστη το αβάπτιστο
     κλητική αβάπτιστε αβάπτιστη αβάπτιστο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αβάπτιστοι οι αβάπτιστες τα αβάπτιστα
      γενική των αβάπτιστων των αβάπτιστων των αβάπτιστων
    αιτιατική τους αβάπτιστους τις αβάπτιστες τα αβάπτιστα
     κλητική αβάπτιστοι αβάπτιστες αβάπτιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

αβάπτιστος < ἀβάπτιστος στην καθαρεύουσα < α- στερητικό + βαπτίζω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

Επίθετο

αβάπτιστος -η -ο και αβάφτιστος

  1. που δεν έχει βαφτιστεί
  2. (παρωχημένο) που δεν του έχει δοθεί όνομα με οποιαδήποτε διαδικασία (ονοματοδοσία, βάπτισμα κλπ)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.