ενημερωμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ενημερωμένος | η | ενημερωμένη | το | ενημερωμένο |
| γενική | του | ενημερωμένου | της | ενημερωμένης | του | ενημερωμένου |
| αιτιατική | τον | ενημερωμένο | την | ενημερωμένη | το | ενημερωμένο |
| κλητική | ενημερωμένε | ενημερωμένη | ενημερωμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ενημερωμένοι | οι | ενημερωμένες | τα | ενημερωμένα |
| γενική | των | ενημερωμένων | των | ενημερωμένων | των | ενημερωμένων |
| αιτιατική | τους | ενημερωμένους | τις | ενημερωμένες | τα | ενημερωμένα |
| κλητική | ενημερωμένοι | ενημερωμένες | ενημερωμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ενημερωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ενημερώνω
Μετοχή
ενημερωμένος -η -ο
- που έχει ενημερωθεί, που έχει αποκτήσει τις πιο πρόσφατες πληροφορίες για κάποιο θέμα
- (πληροφορική) (για εφαρμογή, λειτουργικό σύστημα κλπ.) που έχει ενημερωθεί, που έχει αντικατασταθεί με μια πιο πρόσφατη έκδοση ή στον οποίον έχουν προστεθεί πιο πρόσφατες διορθώσεις, λειτουργίες, κλπ.
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.