αφηρημένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφηρημένος | η | αφηρημένη | το | αφηρημένο |
| γενική | του | αφηρημένου | της | αφηρημένης | του | αφηρημένου |
| αιτιατική | τον | αφηρημένο | την | αφηρημένη | το | αφηρημένο |
| κλητική | αφηρημένε | αφηρημένη | αφηρημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφηρημένοι | οι | αφηρημένες | τα | αφηρημένα |
| γενική | των | αφηρημένων | των | αφηρημένων | των | αφηρημένων |
| αιτιατική | τους | αφηρημένους | τις | αφηρημένες | τα | αφηρημένα |
| κλητική | αφηρημένοι | αφηρημένες | αφηρημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- αφηρημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος αφαιρούμαι
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αφηρημένος | η | αφηρημένη | το | αφηρημένο |
| γενική | του | αφηρημένου | της | αφηρημένης | του | αφηρημένου |
| αιτιατική | τον | αφηρημένο | την | αφηρημένη | το | αφηρημένο |
| κλητική | αφηρημένε | αφηρημένη | αφηρημένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αφηρημένοι | οι | αφηρημένες | τα | αφηρημένα |
| γενική | των | αφηρημένων | των | αφηρημένων | των | αφηρημένων |
| αιτιατική | τους | αφηρημένους | τις | αφηρημένες | τα | αφηρημένα |
| κλητική | αφηρημένοι | αφηρημένες | αφηρημένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
αφηρημένος, -η, -ο
- που δεν έχει εστιάσει την προσοχή του ή σκέφτεται διαφορετικά πράγματα από αυτά που συζητιούνται ή συμβαίνουν
- είσαι πολύ αφηρημένη τελευταία
- αυτός που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός με τις αισθήσεις αλλά με τη διάνοια, ο μη αισθητός
- οι πλατωνικές Ιδέες είναι άυλες, αιώνιες κι αφηρημένες οντότητες
- αφηρημένο ουσιαστικό: το ουσιαστικό που δηλώνει μια έννοια που δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή με τις αισθήσεις, π.χ. δικαιοσύνη, αρετή, σοφία, αλήθεια, αριθμός κ.λπ.
- αφηρημένοι αριθμοί: οι αριθμοί που δεν αντιστοιχούν σε συγκεκριμένη ποσότητα ή μέγεθος ή δε δηλώνουν συγκεκριμένο είδος μονάδων, π.χ. 11, 45, 17 σε αντιδιαστολή προς τους 11 μήνες, 45 μαθητές, 17 χιλιόμετρα
- καθετί που στην τέχνη χρησιμοποιεί μόνο σχήματα και γραμμές χωρίς αναπαριστά πιστά την πραγματικότητα
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
Μεταφράσεις
αφηρημένος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.